Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ τῆς κατακλίσεως ς

См. также в других словарях:

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • κλινοστατικός — ή, ό χαρακτηρισμός για τις φυσιολογικές μεταβολές οι οποίες προκαλούνται από τη θέση τής κατακλίσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clinostatique < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνη) + statique (< στατικός < στάτης < ἵστημι)] …   Dictionary of Greek

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»